- μουντζούρωμα
- και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το [μουντζωρώνω]1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουντζούρης — και μουτζούρης και μουζούρης, ο [μουντζούρα] 1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα 2. μτφ. ντροπιασμένος 3. διασκεδαστικό παιχνίδι τής τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο … Dictionary of Greek
μουτζούρωμα — το βλ. μουντζούρωμα … Dictionary of Greek